- κινώ
- (I)κινώ, οῡς, ἡ (Α)(δωρ. τ.) κίνηση*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν- (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / -οῦς (πρβλ. ηχ-ώ, πειθ-ώ)].————————(II)και κουνώ (AM κινῶ, -έω, Μ και κουνῶ)1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με ηλεκτρισμό» β. «ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῡντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», ΚΔ)2. μετατοπίζω, μετακινώ, μεταφέρω (α. «μείνε εκεί που είσαι, μην κινηθείς καθόλου» β. «μὴ κινείτω γῆς ὅρια μηδείς», Πλάτ.)3. εγείρω, προκαλώ (α. «το βιβλίο τού κίνησε το ενδιαφέρον» β. «μάς κινήθηκε η περιέργεια για το γεγονός» γ. «σίγα, τέκνον, μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρὸς ὁμόφρονος», Ευρ.)4. προτρέπω, παροτρύνω (α. «κινούμενος από μεγάλο φθόνο τόν συκοφάντησε» β. «ἔτι λέγειν αὐτόν ἐκίνουν», Πλάτ.)5. διαταράσσω, διεγείρω (α. «τοὐς δ' εἴπερ τις... κινήσῃ ἀέκων», Ομ. Ιλ.β. «ἐξ ὕπνου κινεῑν δέμας», Ευρ.)6. επενεργώ ως καθαρτικό («τόν κίνησε το φάρμακο»)7. (αμτβ.) ξεκινώ, αναχωρώ («κίνησε πρωί πρωί για την αγορά»)8. μέσ. κινούμαι, -έομαικατευθύνομαι, πορεύομαι (α. «κινείται προς Βορράν» β. «οἵδε κινοῡνται λόχοι πρὸς ἄστυ Θήβης», Σοφ.)9. φρ. α) «κινώ αγωγή» — αρχίζω δικαστικό αγώναβ) «κινῶ πάντα λίθον» — χρησιμοποιώ κάθε μέσονεοελλ.1. ανασκαλεύω, ερευνώ («μην κινήσεις άλλο την υπόθεση, γιατί δεν θα σού βγει σε καλό»)2. μέσ. α) κινούμαιενεργώ, δρω («πρέπει να κινηθείς μέσα στα επιτρεπόμενα όρια»)β) κινούμαι και κουνιέμαιδείχνω ζωτικότητα, δραστηριοποιούμαι (α. «η αγορά αυτές τις μέρες δεν κινείται πολύ» β. «κουνήσου λίγο, πέρασε η ώρα»)3. φρ. α) «κινούμενα σχέδια» — κινηματογραφημένη προβολή διαδοχικών εικόνων με σκίτσα κωμικού συνήθως περιεχομένουβ) «κινώ γη και ουρανό» ή «κινώ θεούς και δαίμονες» — κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτιγ) «κινώ τα νήματα» — είμαι ο κύριος και καθοριστικός παράγοντας μιας ενέργειαςδ) «κινώ λογαριασμό» — χρεωπιστώνω τον λογαριασμό μου στην τράπεζα4. παροιμ. φρ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει» — μην περιμένεις να σού έλθουν όλα έτοιμα, αλλά να προσπαθείς και ο ίδιοςνεοελλ.-μσν.1. (αμτβ.) αρχίζω ενέργεια, επιχειρώ («κινώ πόλεμο»)2. (για υγρό) τρέχω, κυλώ («δάκρυα κινούν και κλαίγει», Ερωτόκρ.)3. φρ. «κινώ χείρα εις...» ή «κινούν τα χέρια μου εις...» — αρχίζω να ασχολούμαι με γράψιμομσν.1. ορμώ, επιτίθεμαι2. φρ. α) «κινῶ γλῶσσαν» — μιλώβ) «κινῶ λίθον» — ενεργώ εχθρικάγ) «κινῶ χεῖρα» — απλώνω το χέρι για να αρπάξω κάτιδ) «κινῶ (τὴν) κοιλίαν» — προκαλώ διάρροιαμσν.-αρχ.1. συνουσιάζομαι με γυναίκα2. μτφ. μεταβάλλω, αλλάζω, τροποποιώ («πότερον βλαβερὸν ἤ συμφέρον ταῑς πόλεσι τὸ κινεῑν τοὺς πατρίους νόμους», Αριστοτ.)3. (μεσοπαθ.) εξεγείρομαι, στασιάζωαρχ.1. θίγω θέμα, προκαλώ συζήτηση για κάτι2. αμφισβητώ μια υπόθεση3. γραμμ. αλλάζω κατάληξη, κλίνομαι («τὰ ρήματα ἐκίνει τὸ τέλος», Απολλ. Δύσκ.)4. (μτχ. παθ. παρακμ.) κεκινημένος, -ένη, -ονα) αυτός που κατέχεται από ψυχική ταραχή, ο ταραγμένος («ὡς πρὸ τοῡ κεκινημένου τὸν σώφρονα δεῑ προαιρεῑσθαι φίλον», Πλάτ.)β) αυτός που ασχολείται με κάτι5. φρ. α) «κινῶ πᾱν χρῆμα» — χρησιμοποιώ κάθε μέσοβ) «κινῶ τὰ ἀκίνητα» — αναμιγνύομαι σε ιερά πράγματα (Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *κι-νέF-ω < *ki-neu-το *ki- αποτελεί τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *kei- «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» (πρβλ. κί-ω) και το -neu- αποτελεί ριζική επαύξηση (το -u- προ φωνήεντος αντιπροσωπεύεται με -F-). Απαντά και παράλληλος ενεστωτικός τ. κίνυμαι < *κίνευμι. Η μακρότητα τού -ι- τών τ. κινῶ / κίνυμαι είναι δυσερμήνευτη, γιατί είναι προϊόν συνεσταλμένης βαθμίδας και θα έπρεπε να είναι βραχύ. Για την ερμηνεία αυτής τής μακρότητας εικάζεται αναγωγή τού θ. κι- τών τ. κινῶ / κίνυμαι σε *kiә2- (>κῑ-), πρβλ. ἐκίαθον τού κίω.ΠΑΡ. κίνημα, κίνηση, κινητήρας, κινητής, κινητός, κίνητρο.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανακινώ, διακινώ, εκκινώ, μετακινώ, παρακινώ, συγκινώ, υποκινώαρχ.αντικινώ, αποκινώ, αυτοκινώ. επικινώ. κατακινώ. περικινώ. προανακινώ, προδιακινώ. προκινώ, συμμετακινώ, συμπερικινώ, συνανακινώ, υπανακινώ, υπαποκινώνεοελλ.αργοκινώ, γοργοκινώ, κατασυγκινώ, ξανακινώ, ξεκινώ].
Dictionary of Greek. 2013.